Ο Κόμης Ιωάννης Καποδίστριας Κέρκυρα, 10 Φεβρουαρίου 1776 - Ναύπλιο 9 Οκτωβρίου 1831) ήταν Έλληνας διπλωμάτης και πολιτικός. Διετέλεσε πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας κατά τη μεταβατική περίοδο και ενώ τελούσε υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων και νωρίτερα υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια με πολιτική παράδοση γι' αυτό και αναμείχθηκε με την πολιτική ήδη από το 1803, οπότε και διορίστηκε γραμματέας της επικράτειας της Ιονίου Πολιτείας. Με την κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλλους αποσύρθηκε και εντάχθηκε στη ρωσική διπλωματική υπηρεσία. Εκεί ανέλαβε σημαντικές θέσεις καταφέρνοντας να αναδειχθεί σε υπουργό εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1815 έως το 1822, οπότε και υποχρεώθηκε σε παραίτηση λόγω της επανάστασης του 1821. Στις 14 Απριλίου 1827 η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας τον επέλεξε πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, θέση από την οποία ήρθε σε τριβή με τους τοπικούς αξιωματούχους με αποτέλεσμα την δολοφονία του στις 9 Οκτωβρίου 1831 στο Ναύπλιο από τον αδελφό και τον υιο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, σε αντίποινα της φυλάκισης του τελευταίου. Ως κυβερνήτης της Ελλάδας προώθησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις για την ανόρθωση της κρατικής μηχανής, καθώς και για τη θέσπιση του νομικού πλαισίου της πολιτείας, απαραίτητου για την εγκαθίδρυση της τάξης. Επίσης, αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις υπό ενιαία διοίκηση
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 10 Φεβρουαρίου του 1776 και ήταν το έκτο παιδί του Αντωνίου - Μαρία Καποδίστρια, δικηγόρου στο επάγγελμα, και της Διαμαντίνας Γονέμη, κόρη αριστοκρατικής οικογένειας με καταγωγή από την Κύπρο. Καταγόταν από παλιά κερκυραϊκή οικογένεια και συγκεκριμένα από τους Καποδίστρια της συνοικίας των τειχών (de la contrada delle mura). Η καταγωγή των Καποδίστρια ήταν από το ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής (Capo d'Istria), ενώ κατ' άλλους από τη Βενετία. Όλοι οι απόγονοι του Νικολάου και Αντωνίου Καποδίστρια είχαν το δικαίωμα να φέρουν τον τίτλο του κόμη, τίτλος που τους είχε απονείμει ο Κάρολος Εμμανουήλ Β΄, δούκας της Σαβοΐας και βασιλιάς της Κύπρου, το 1689. Η αναγνώριση του τίτλου από τη Δημοκρατία της Βενετίας πραγματοποιήθηκε μόλις την 1η Ιουλίου 1796. Και η οικογένεια Καποδίστρια και η οικογένεια Γονέμη ήταν γραμμένες στη Χρυσή Βίβλο (Libro d'Oro) από το 1679 και από το 1606 αντίστοιχα. Ανάδοχός του ήταν ο Κώστας Αδάμης.
Φοίτησε στο μοναστήρι της Αγίας Ιουστίνης, όπου έμαθε Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Την περίοδο 1795-1797 σπούδασε Ιατρική στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε αμέσως στην Κέρκυρα όπου άσκησε το ιατρικό επάγγελμα αφιλοκερδώς. Στις 12 Απριλίου 1799 διορίστηκε από τον ναύαρχο Καντίρ διευθυντής του οθωμανικού νοσοκομείου.
Η πρώτη εμπλοκή του Ιωάννη Καποδίστρια με τα κοινά της Ιονίου Πολιτείας έγινε μέσω του πατέρα του όταν και κλήθηκε να τον αντικαταστήσει. Ο Αντώνιος - Μαρία Καποδίστριας είχε αναλάβει μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο να αποκαταστήσει την τάξη στα νησιά του Ιονίου και να εφαρμόσει το σύνταγμα. Λόγω όμως προσωπικού κωλύματος του δεύτερου, αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Στις αρχές Μαΐου έφτασε με τον Σιγούρο στην Κεφαλονιά, όπου η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχο λόγω της διαμάχης των τοπικών οικογενειών για την κατάληψη της εξουσίας. Αφού κατάργησαν την τοπική κυβέρνηση, ως αυτοκρατορικοί επίτροποι, ανέλαβαν οι ίδιοι προσωπικά την εξουσία του νησιού. Μέχρι το τέλος Ιουνίου, ο Καποδίστριας και ο Σιγούρος είχαν καταφέρει να εδραιώσουν την τάξη και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους στασιαστές. Η παραμονή τους παρατάθηκε μέχρι και τις αρχές Σεπτεμβρίου, οπότε και επέστρεψαν στην Κέρκυρα.
Τον Ιούνιο του 1802 ίδρυσε μαζί με άλλους τον Εθνικό Ιατρικό Σύλλογο, στον οποίο εξελέγη γραμματέας. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους στάλθηκε από τους Ρώσους, που είχαν πια την εξουσία στα Επτάνησα, στην Κεφαλονιά για να επιβάλλει για ακόμη μια φορά την τάξη. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κέρκυρα για να διοριστεί τον Απρίλιο του 1803 γραμματέας του Κράτους, μαζί με τους Φιλικούς Γεροστάθη και βαρώνο Ιωάννη Κεφαλά, στο τμήμα των εξωτερικών υποθέσεων, η αρμοδιότητα του οποίου ήταν η αλληλογραφία με τους επιτετραμμένους της Δημοκρατίας στο εξωτερικό. Στις 24 Νοεμβρίου εκφώνησε εκ μέρους της γερουσίας τον επικήδειο του Σπυρίδωνος Γεωργίου Θεοτόκη, προέδρου της Επτανησιακής Γερουσίας. Τον Μάιο του 1805, ύστερα από πρόταση του Ρώσου πληρεξούσιου, η γερουσία εξέλεξε 10μελή επιτροπή, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο Ιωάννης Καποδίστριας, προκειμένου να συντάξει έκθεση με τις διατάξεις του συντάγματος που θα έπρεπε να αναθεωρηθούν. Η έκθεση παραδόθηκε τον επόμενο χρόνο και οι μεταρρυθμίσεις εγκρίθηκαν λίγους μήνες αργότερα. Τον Μάιο του 1806 έληξε η θητεία του ως γραμματέας του κράτους και τον επόμενο μήνα ανέλαβε τη διεύθυνση της δημόσιας σχολής της Δημοκρατίας, που είχε ιδρυθεί με δική του πρωτοβουλία.
Στις εκλογές του 1806 ο Ιωάννης Καποδίστριας εξελέγη όγδοος σε ψήφους στην Κέρκυρα. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο Καποδίστριας διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Ρώσο πληρεξούσιο Μοτσενίγου, του οποίου ήταν προστατευόμενος. Εξελέγη γραμματέας της γερουσίας και στη συνέχεια γραμματέας και εισηγητής της επιτροπής που θα συνέτασσε το σχέδιο του νέου συντάγματος. Από τη θέση αυτή ήρθε σε διαφωνία με τον Ρώσο πληρεξούσιο, καθώς οι αλλαγές που πρότεινε ο πρώτος ήταν κατά πολύ πιο φιλελεύθερες σε σχέση με αυτές της ρωσικής αυλής. Παρ' όλα αυτά και μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε ο Καποδίστριας εισηγήθηκε στη γερουσία την ψήφιση του συντάγματος με το επιχείρημα ότι κανένα άλλο σύνταγμα δεν είχε εγκριθεί και ότι μόνο αυτό που είχε προτείνει ο Μοτσενίγου θα τύγχανε έγκρισης από τη ρωσική αυλή.
Στις 2 Ιουνίου 1807 η γερουσία τον διόρισε έκτακτο επίτροπο στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) με ουσιαστικό σκοπό την άμυνα του νησιού από τους Οθωμανούς. Ουσιαστικά βρισκόταν υπό τις διαταγές του Ρώσου στρατηγού, ανήκε δηλαδή στη ρωσική υπηρεσία. Μαζί με τον Καποδίστρια έφτασαν 300 Ρώσοι στρατιώτες, καθώς και ο μητροπολίτης Άρτας Ιγνάτιος. Υπό την προστασία των Ρώσων συνεργάστηκε με τους αρματολούς οργανώνοντας μάλιστα και την περίφημη μυστική συνέλευση των κλεφτοαρματωλών που συμμετείχαν όλοι οι οπλαρχηγοί που είχαν καταφύγει στη Λευκάδα (Βαρνακιώτης, Μπουκουβάλας, Μπότσαρης). Στη συνέλευση αυτή ο Καποδίστριας αναγνώρισε τον Αντώνη Κατσαντώνη ως γενικό αρχηγό των κλεφτών στη Δυτική Ελλάδα. Η συνθήκη όμως του Τιλσίτ μεταξύ Ρώσων και Γάλλων επανέφερε το παλαιό καθεστώς, με αποτέλεσμα ο Καποδίστριας να ανακληθεί πίσω στην Κέρκυρα και οι Έλληνες οπλαρχηγοί να απομονωθούν παρά τις ρητές οδηγίες του προς τη γερουσία με τις οποίες συμβούλευε το σώμα να κρατήσει ανεκτική στάση απέναντι στους κλέφτες, έτσι ώστε οι τελευταίοι αφενός να φθείρουν τα στρατεύματα του Αλή Πασά και αφετέρου να τον κρατούν μακριά από τη Λευκάδα.
Αν και ο Γάλλος στρατηγός Berthier του προσέφερε αρκετά αξιώματα, ο Καποδίστριας αρνήθηκε να τα δεχτεί προσμένοντας κάποια καλύτερη πρόταση από τη Ρωσία, με τους αξιωματούχους της οποίας διατηρούσε άριστες σχέσεις.
Η περίοδος 1798 έως 1800, θεωρείται από τους βιογράφους του ιδιαιτέρως σκοτεινή. Ίσως τότε να εντάχθηκε σε κάποια Τεκτονική Στοά, όπως αυτή του Φοίνικος στην Κέρκυρα, ή του Αστέρος της Ανατολής της Ζακύνθου. Αν και συχνά η Τεκτονική βιβλιογραφία τον παρουσιάζει ως ενεργό μέλος κάποιας Στοάς, ισχυρές αποδείξεις δεν έχουν προκύψει, παρά το γεγονός ότι ισχυροί φίλοι του, όπως ο Α. Δάνδολος, ήταν γνωστοί τέκτονες, και η υπογραφή του είχε τα χαρακτηριστικά μασονικής υπογραφής. Η μόνη ίσως ένδειξη είναι που έλαβε ο ερευνητής Π. Κρητικός από τη Μεγάλη Στοά της Ελβετίας Alpina το 1965 ότι ο Καποδίστριας ήταν μέλος της Στοάς Modestie της Ζυρίχης.
Ο Καποδίστριας ανήκε, τουλάχιστον τυπικά και επισήμως, σ’ εκείνους που πίστευαν ότι δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα, δεν είχαν ωριμάσει δηλαδή οι συνθήκες, για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Όπως αφηγείται ο ίδιος, το 1818 οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Πανταζόγλου «προσεπάθησαν να μοι αποδείξουν ότι η διατήρησις της μετά των Τούρκων ειρήνης ήτο αδύνατος, και ότι, ως Έλληνες, ήσαν ανυπόμονοι να μάθουν ότι τα Ρωσσικά στρατεύματα ήσαν έτοιμα να διαβούν τον Προύθον». Η απάντησή του ήταν ότι από την ημέρα της ελευθερίας «η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ακόμη μακράν». Η άρνησή του προς τον Γαλάτη ν’ αναλάβει την αρχή της Φιλικής Εταιρείας μπορεί ν’ αποδοθεί στο ότι το άτομο εκείνο δεν του ενέπνευσε καμιάν εμπιστοσύνη και στο υπόμνημά του ο ίδιος χαρακτηρίζει το Γαλάτη "τυχοδιώκτη". Αλλά και προς τον Ξάνθο η ίδια άρνηση και τα ίδια περίπου λόγια : ν’ αποτραπούν «διά παντός τρόπου οι Έλληνες από των ολεθρίων τούτων βουλευμάτων». Προσπάθησε τέλος να συγκρατήσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, λέγοντάς του την γνώμη του για τους Εταιριστές : «ωθούν την Ελλάδα προς τον όλεθρον… ελεεινοί…αφαιρούντες νυν το χρήμα των αφελών ψυχών …προφυλαχθήτε από τοιούτους άνδρας». Κι όταν ο Υψηλάντης προχώρησε στην κήρυξη της Επανάστασης, ο Καποδίστριας τον κατηγόρησε ότι με τις «ανόητες προκηρύξεις του» ενίσχυε τις κατηγορίες περί ιακωβινισμού που εκτοξεύονταν από Μέτερνιχ και άλλους. Βέβαια, όταν πια δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής, «ηγωνίσθη εκ παντός τρόπου να πείση τον αυτοκράτορα [Αλέξανδρο] εις άμεσον πολεμικήν παρέμβασιν».
Την ιδέα να κληθεί ο Καποδίστριας ως κυβερνήτης της Ελλάδος την είχε διατυπώσει πρώτος ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στην από 27-10-1821 επιστολή του προς τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Υψηλάντης επίσης υπέγραψε πρόσκληση του Καποδίστρια το 1822 και ο Πετρόμπεης το 1824. Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1827, στην Γ΄ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, εκλέχθηκε ο Καποδίστριας κυβερνήτης της Ελλάδας με θητεία επτά ετών. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης, ο κυβερνήτης θα δεσμευόταν από το σύνταγμα της Επιδαύρου, έτσι όπως θα αναθεωρείτο από τη συνέλευση. Σημαντικό ρόλο στην κλήση του Καποδίστρια στην Ελλάδα διαδραμάτισε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αρχηγός του Αγγλικού κόμματος τότε, αν και αρχικά ήταν κατά της εκλογής του. Άλλαξε όμως γνώμη στη συνέχεια και ήταν αυτός που υφήρπασε την έγκριση του Άγγλου μοιράρχου Χάμιλτον. που είχε και τη σύμφωνη γνώμη του Στράτφορντ Κάνινγκ. Παρά ταύτα η εκλογή του θεωρήθηκε ως ήττα της Αγγλικής εξωτερικής πολιτικής και νίκη της Ρωσίας. Και είναι γεγονός ότι μεταξύ Καποδίστρια και Αγγλίας υπήρχε αμοιβαία δυσπιστία. Πριν δεχθεί την πρόταση που του έγινε, επισκέφθηκε την Πετρούπολη προκειμένου να αποδεσμευθεί επισήμως από την υπηρεσία του Τσάρου. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το Λονδίνο, όπου έφτασε σε ατυχή συγκυρία, δεδομένου ότι την επομένη της άφιξής του κηδευόταν ο Τζωρτζ Κάνινγκ. Η υποδοχή που του έγινε εκεί ήταν ψυχρή. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Παρίσι, όπου έγινε θερμά δεκτός, αναχώρησε για την Ελλάδα. Στις 18 Ιανουαρίου 1828 έφτασε στο Ναύπλιο επί του αγγλικού πολεμικού Warspite, όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής και τέσσερις μέρες αργότερα στην Αίγινα, πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Λίγο αργότερα αποφασίστηκε το Ναύπλιο να ξαναγίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Πέραν των πιεστικότατων οικονομικών, κοινωνικών και διπλωματικών προβλημάτων, ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει δύο σημαντικά εμπόδια στην πολιτική του για την οικοδόμηση του νεοπαγούς ελλαδικού κράτους: πρώτον την εχθρότητα Γαλλίας και Αγγλίας, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των οποίων στην Ανατολική Μεσόγειο κινδύνευαν από την προοπτική δημιουργίας ενός νέου και δυναμικού ναυτικού και εμπορικού κράτους έξω από τον έλεγχό τους, ή χειρότερα, υπό την επιρροή της Ρωσίαςˑ δεύτερον, τους φατριασμούς και τα τοπικιστικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων, Φαναριωτών και πλοιοκτητών, οι οποίοι και επεδίωκαν διατήρηση των προνομίων και συμμετοχή στη νομή της εξουσίας. Εν τέλει ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων προετοίμασε το έδαφος και οδήγησε στην πολιτική και φυσική εξόντωση του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας στις 9 Οκτωβρίου 1831 (27 Σεπτεμβρίου 1831 με το Ιουλιανό ημερολόγιο).
Προκειμένου να διαχειρισθεί αποτελεσματικά την τραγική οικονομική και κοινωνική κατάσταση του νέου κράτους, ο Καποδίστριας προέκρινε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας, ώστε να διατηρήσει άμεσα τον πολιτικό έλεγχο. Την αντιπολίτευση κατά του Καποδίστρια απάρτιζαν οι παραμερισμένοι από την εξουσία κοτζαμπάσηδες και πλοιοκτήτες. Ο συγκεντρωτισμός που επέδειξε ο Καποδίστριας παραμερίζοντας τις τοπικές αρχές και διορίζοντας σε θέσεις κλειδιά τα δύο αδέρφια του, Αυγουστίνο και Βιάρο Καποδίστρια, τον οδήγησαν σε σύγκρουση με τις προαναφερθείσες ομάδες συμφερόντων. Το κέντρο του αντικαποδιστριακού αγώνα έγινε η Ύδρα, έδρα των πλοιοκτητών και πιο συγκεκριμένα της οικογένειας Κουντουριώτη που είχε με το μέρος της τους αγωνιστές Μιαούλη, Σαχτούρη, Τομπάζη, Κριεζήδες. Βασικός λόγος για την αντίδραση των Υδραίων πλοικτητών ήταν η απαίτηση τους για την «άνευ αναβολής» καταβολή αποζημιώσεων για τις μεγάλες ζημιές και απώλειες των πλοίων τους κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Αναγνώριζοντας αμέσως το δίκαιο αίτημα, ο Κάποδίστριας υποσχέθηκε ότι μόλις θα βελτιωνόταν τα οικονομικά της χώρας, η Ύδρα θα έπαιρνε «το μερίδιόν της καθ’ όσον το δίκαιον απαιτούσε». Οι Υδραίοι, όμως, απαιτούσαν την καταβολή αυτών των αποζημιώσεων άμεσα, πράγμα που ήταν αδύνατον λόγω της οικτρής οικονομικής κατάστασης του κράτους. Στην Ύδρα, επιπλέον, κατέφυγαν ο ηγέτης του "αγγλικού κόμματος" Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι Σπυρίδων Τρικούπης, Αναστάσιος Πολυζωίδης και Αλέξανδρος Σούτσος, έχοντας την ηθική συμπαράσταση του φιλογάλλου Κοραή. Όργανο της αντιπολιτευτικής αυτής ομάδας ήταν η εφημερίδα Απόλλων του Πολυζωίδη. Η Γαλλία και η Αγγλία, θεωρώντας τον Καποδίστρια ως φίλα προσκείμενο στη Ρωσία, ενθάρρυναν τους αντιπολιτευόμενους.
Την 14η Ιουλίου 1831, οι Μιαούλης και Κριεζής με 200 Υδραίους στρατιώτες κατέλαβαν τον ναύσταθμο στον Πόρο επειδή έμαθαν ότι ο στόλος ήταν έτοιμος να κινηθεί κατά της Ύδρας. Αμέσως έσπευσαν οι αντιπρέσβεις των τριών μεγάλων δυνάμεων προκειμένου να διαπραγματευθούν. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι αιφνιδιάζοντας τους εξεγερμένους τάχθηκαν υπέρ της νόμιμης κυβέρνησης και απαίτησαν την παράδοση των επαναστατών. Έτσι, ο αγγλικός, ο γαλλικός και ο ρωσικός στόλος είχαν αποκλείσει τα λιμάνια του Πόρου και της Ύδρας ώστε να μην επιτραπεί η ένωση των στόλων των επαναστατών. Ο ελλιμενισμένος εθνικός στόλος στον Πόρο ήταν υπό την αρχηγία πλέον του Μιαούλη ενώ μια μικρή μοίρα ήταν υπο την αρχηγία του Κανάρη, που δεν δεχόταν να υπακούσει στους επαναστάτες. Και ενώ ο Άγγλος και ο Γάλλος ναύαρχος κωλυσιεργώντας, έπλευσαν προς το Ναύπλιο για να συσκεφθούν με τους αντιπρέσβεις, ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ ανέλαβε να εφαρμόσει, μόνος αυτός, τις οδηγίες του Καποδίστρια. Απέκλεισε τους αντάρτες, ήρθε σε προστριβές μαζί τους, τίναξε στον αέρα τη «Νήσο των Σπετσών», αιχμαλώτισε ένα ακόμη πλοίο και τελικά εξώθησε τον Μιαούλη στο «Μεγαλουργόν έγκλημα». Το πρωί της 1ης Αυγούστου 1831 ο Μιαούλης, όπως είχε προειδοποιήσει τον Ρίκορντ, ανατίναξε δύο από τα πιο σύγχρονα τότε πλοία του ελληνικού ναυτικού, την φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα». Ο Δ. Χοϊδάς, σε επιστολή του προς τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, από την Τρίπολη, στις 10 Αυγούστου 1831, ανάμεσα σε πολλές άλλες σημαντικές πληροφορίες για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε σε όλη τη χώρα, του έγραφε ότι οι Υδραίοι έλεγαν ότι «την φρεγάδαν (Ελλάς) την έκαυσαν δι ‘ αδείας του πρέσβεως της Αγγλίας, όστις τους υπεσχέθη ότι τους δίδει άλλην» και η αστυνομία του Ναυπλίου είχε πληροφορίες «ότι οι δύο πρέσβεις (Αγγλίας και Γαλλίας) έλαβαν μέρος με τους Υδραίους και ότι έγραψαν εις τον Ρίκορδ να παύσει από τας κατ’ αυτών εχθροπραξίας του έως ότου να έλθει ο παρά των τριών δυνάμεων απεστελλόμενος πληρεξούσιος, όστις είναι ο ναύαρχος Άγγλος, της μοίρας τον Αιγαίον πελάγους…». Και πρόσθετε ότι στην ‘Υδρα είχαν καταφθάσει «δύο πλοία γαλλικόν και αγγλικόν… και οι δύο ναύαρχοι (ο Άγγλος και ο Γάλλος) με τρόπον προσφέρουσι βοηθήματα εις την Ύδραν και τους λέγουσι να επιμένουν εις τον σκοπόν των και να μη φοβώνται διόλου, διότι επιτυγχάνουσι το ποθούμενον…».
Ο ίδιος ο Καποδίστριας είχε γνώση για τους σχεδιασμούς των συγκεκριμένων ξένων δυνάμεων εναντίον του. Στις 31 Ιουλίου 1831, σε επιστολή του προς τον Γάλλο ναύαρχο Lalande, που υπηρετούσε στην Ελλάδα, του αποκάλυψε ότι γνώριζε όλες τις δολοπλοκίες των Άγγλων και των Γάλλων, με τρόπο που καταπλήσσει: «Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος. Αν έκοβα τις σχέσεις με τις λεγόμενες «προστάτιδες» Δυνάμεις, τούτο θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να προσθέσω βάρος και στη συνείδησή μου. Και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους...» Στις 14 Σεπτεμβρίου 1831, έστειλε στον Έλληνα πρέσβυ στο Παρίσι πρίγκηπα Α. Σούτσο επιστολή με την οποία, με εθνική αγανάκτηση, διαμαρτύρεται και του ζητά να προβεί σε σχετικά διαβήματα στη γαλλική κυβέρνηση, για την πρωτοφανή και ανεπίτρεπτη ανάμιξη των Γάλλων και των Άγγλων αξιωματικών στις φοβερές αντικυβερνητικές ενέργειες της Ύδρας και της Μάνης και για την απροκάλυπτη σύμπραξη και τη βοήθειά τους προς τους ταραχοποιούς.
Ήδη, από το το προηγούμενο έτος 1830 είχε ξεσπάσει ανταρσία στη Μάνη υπό την ηγεσία του Τζανή Μαυρομιχάλη, αδελφού του Πετρόμπεη. Ο τελευταίος ετέθη σε περιορισμό στο Ναύπλιο, ζήτησε να πάει στη Μάνη για να την ησυχάσει, το αίτημά του δεν έγινε δεκτό, αποπειράθηκε να διαφύγει με αγγλικό πλοίο, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Βαρέως φέροντες τη μεταχείριση αυτή του αρχηγού της οικογενείας τους και μέσα στο τεταμένο και από τα γεγονότα του Πόρου κλίμα, οι Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αδερφός και γιος του Πετρόμπεη αντίστοιχα εφάρμοσαν το μανιάτικο έθιμο της βεντέτας. Το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 με το Ιουλιανό ημερολόγιο (δηλαδή στις 9 Οκτωβρίου 1831) έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος πυροβόλησαν και μαχαίρωσαν θανάσιμα τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, καθώς πήγαινε να παρακολουθήσει την κυριακάτικη θεία λειτουργία. Τον Καποδίστρια συνόδευε ο Κρητικός μονόχειρας σωματοφύλακάς του, Γεώργιος Κοκκώνης, ο οποίος πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Τον τελευταίο τον αποτελείωσε ο όχλος, το δε πτώμα του πετάχθηκε στο λιμάνι. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, από όπου και παραδόθηκε στις αρχές για να δικαστεί ύστερα από την επιμονή του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί και απειλούσε να κάψει την πρεσβεία. Τελικώς καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε λίγες μέρες αργότερα. Ο τραγικός θάνατος του Καποδίστρια βύθισε σε θλίψη τον γεωργικό πληθυσμό, ενώ αντίθετα στην Ύδρα δέχτηκαν την είδηση με πανηγυρισμούς.
Υποστηρίζεται ότι καταλυτικό ρόλο στην δολοφονία του διαδραμάτισαν οι ξένες δυνάμεις. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι παρά την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος, ο φάκελος για τη δολοφονία του Καποδίστρια στα βρετανικά αρχεία παραμένει ακόμη απόρρητος. Στο σχεδιασμό της συνομωσίας φαίνεται πως πρωτοστάτησε ο Γάλλος στρατηγός Gerard, διοικητής τότε του τακτικού στρατού που επιχείρησε να οργανώσει ο ίδιος ο Καποδίστριας. Δύο ολόκληρους μήνες πριν από τη δολοφονία, οι αξιωματικοί του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο στις μεταξύ τους συζητήσεις δεν αμφέβαλλαν καθόλου, ότι πλησίαζε η ημέρα της δολοφονίας ή απλώς της ανατρόπής του Κυβερνήτη.
Από τους δολοφόνους αδελφούς, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης λίγο πριν πεθάνει από τη πιστολιά του φρουρού του Καποδίστρια , ζητώντας έλεος είπε στους αστυνομικούς : ''Δεν φταίω εγώ στρατιώται, άλλοι με έβαλαν". Προς τη κατεύθυνση της εμπλοκής της Γαλλίας συναινεί και η μαρτυρία που μεταφέρει ο ιστορικός και αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης, ότι ο έτερος εκτελεστής του Κυβερνήτη Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στο σπίτι του πρέσβυ της Γαλλίας βαρώνου Ρουάν ,δηλώνοντάς του : "Σκοτώσαμε τον τύραννο. Μπιστευόμαστε την τιμή της Γαλλίας. Να τα άρματά μας".
Η απόφαση του Γάλλου πρέσβυ Ρουάν να παράσχει άσυλο στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη και η αρχική άρνησή του να τον παραδώσει με προφάσεις (όπως την επίδειξη εντάλματος σύλληψης) απετέλεσε χαρακτηριστική και απροκάλυπτη παροχή πολιτικής προστασίας και κάλυψης του εγκλήματος. Πάντως, παρά την προσπάθεια κωλυσιεργείας, υπό την απειλή του εξεγερμένου λαού που είχε περικυκλώσει την πρεσβεία, ο Ρουάν αναγκάστηκε να παραδώσει τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη στις αρχές. Οι αντιπρόσωποι της Γαλλίας συνέχισαν να παρέχουν υποστήριξη προς τους δολοφόνους του Κυβερνήτη, ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίκης που ακολούθησε. Αξιοσημείωτη και αποκαλυπτική είναι, επίσης, και η στάση του πρέσβυ της Αγγλίας, ο οποίος αμέσως μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, ζήτησε να ληφθούν αυστηρά μέτρα κατά του εξεγερμένου λαού, ακόμη και καταστολή με τη χρήση όπλων, απειλώντας την τριμελή προσωρινή Διοικητική επιτροπή (που απαρτιζόταν από τους Αυγουστίνο Καποδίστρια, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Ιωάννη Κωλέττη), ακόμη και με αποχώρηση και διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Αρκετά αργότερα, το 1840 ο ίδιος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ακούγωντας κάποιον να κατηγορεί τον Καποδίστρια, φέρεται να είπε τούτα τα λόγια: ‘Δεν μετράς καλά φιλόσοφε… Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου, και το Έθνος έναν άνθρωπο που δε θα τονε μεταβρει και το αίμα του με παιδεύει ως τώρα…’ Για την δολοφονία του Καποδίστρια ο Ελβετός φιλέλληνας Ι.Γ. Εϋνάρδος είπε: «Όστις δολοφόνησε τον Καποδίστρια, δολοφόνησε την πατρίδα του. Ο θάνατός του είναι συμφορά για την Ελλάδα και δυστύχημα ευρωπαϊκόν.»
Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, τη θέση του κυβερνήτη ανέλαβε για κάποιο διάστημα ο αδερφός του, Αυγουστίνος Καποδίστριας, ως πρόεδρος της προαναφερθείσας Διοικητικής Επιτροπής που διόρισε η Γερουσία. Τη σορό του Καποδίστρια την μετέφερε ο αδερφός του στην Κέρκυρα, όπου και ενταφιάστηκε στη Μονή Πλατυτέρας. Ως κυβερνήτης ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί μισθό, όπως επίσης αρνήθηκε χρηματική αποζημίωση από τον Τσάρο για να μην κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του για μεροληψία απέναντι στη Ρωσία, ενώ διέθεσε όλη του την περιουσία για τους σκοπούς του κράτους.
Σχετικά με την προσωπικότητα του Καποδίστρια έχουν εκφραστεί από τους ιστορικούς αντικρουόμενες απόψεις. Ο κόμης Γκομπινό τον συγκαταλέγει στους τρεις μεγαλύτερους διπλωμάτες της εποχής μαζί με τον Μέττερνιχ και τον Ταλλεϋράνδο, ο Χέρτσμπεργκ αναφέρει ότι ήταν διπλωμάτης δεξιώτατος. Ο Γιάννης Κορδάτος τον χαρακτηρίζει τυφλό όργανο των Ρώσων, ενώ ο Κάρλ Μάρξ τον χαρακτηρίζει πολιτικά ανυπόληπτο. Αντίθετα, ο Τάσος Βουρνάς εκφράζεται θετικά ως προς το έργο του, όπως και οι Καρολίδης και Διονύσιος Κόκκινος, ένας εκ των φανατικότερων υποστηρικτών του. Με την άποψη ότι ο Καποδίστριας ήταν εκτελεστικό όργανο των Ρώσων διαφωνεί και ο Douglas Dakin. Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης χαρακτηρίζει το έργο του αξιόλογο αλλά όχι αξιέπαινο, ο Σπυρίδων Τρικούπης, στενός συνεργάτης του Καποδίστρια, εκφράζεται μεν θετικά, δεν παραλείπει όμως να τον κατηγορήσει για την κατάλυση του συντάγματος. Σε γενικές γραμμές οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν σημαντικό το έργο του Καποδίστρια, χωρίς να παραλείπουν να αναφέρουν όμως την αυταρχικότητα με την οποία άσκησε την εξουσία. Η φιλοπατρία του μάλιστα αναγνωρίζεται από σχεδόν όλους τους ιστορικούς. Σχετικά με τη φιλοπατρία του ο Τάκης Σταματόπουλος συμπεραίνει πώς «για να είμαστε δίκαιοι δεν μπορούμε να αρνηθούμε την αγαθή πρόθεσή του, την καταπληχτική και φιλότιμη εργατικότητά του να δημιουργήσει κράτος από το χάος.»
Είχε τιμηθεί πλείστες φορές από τον Τσάρο Αλέξανδρο και είχε ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης των καντονίων Βω και Λωζάνης. Σήμερα πολλοί δρόμοι και πλατείες φέρουν το όνομά του. Ο Κρατικός Αερολιμένας Κερκύρας ονομάζεται «Ιωάννης Καποδίστριας», ενώ από το 1911, κατόπιν επιθυμίας του ευεργέτη Ιωάννη Δόμπολη, το εθνικό πανεπιστήμιο Αθηνών μετονομάστηκε σε «Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών» και στα Προπύλαια μάλιστα υπάρχει ανδριάντας του. Επίσης, η μορφή του Καποδίστρια απεικονίζεται στο κέρμα των 20 λεπτών (υπομονάδα του ευρώ) της ελληνικής έκδοσης, όπως και στο χαρτονόμισμα των 500 δραχμών (1983 - 2001). «Ι. Καποδίστριας» (ή Σχέδιο Καποδίστρια) ονομάζεται και το πρόγραμμα σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση που ξεκίνησε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Σημίτη. Στις 21 Σεπτεμβρίου 2009 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια προτομής του Καποδίστρια στη Λωζάννη της Ελβετίας παρουσία της Ελβετίδας υπουργού Εξωτερικών Μισελίν Καλμί - Ρέι και του Ρώσου ομολόγου της Σεργκέι Λαβρόφ. Ανδριάντας υπάρχει επίσης στην κεντρική πλατεία της πόλης Capo d' Istria της Σλοβενίας.
Στο εξοχικό της οικογένειας Καποδίστρια, το οποίο δωρήθηκε από τη δισέγγονη του Γεωργίου Καποδίστρια, αδερφού του κυβερνήτη, Μαρία Δεσσύλα - Καποδίστρια, στη θέση Κουκουρίτσα της Κέρκυρας, λειτουργεί το μουσείο Ιωάννη Καποδίστρια, όπου φυλάσσονται κειμήλια της οικογένειας και προσωπικά του αντικείμενα. Στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, στην Αθήνα, φιλοξενούνται επίσης προσωπικά αντικείμενα του κυβερνήτη, καθώς και το γραφείο του.